- ἐπιείσομαι
- ἐπιείσομαι: see ἔπειμ Od. 9.2.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιείσομαι — ἐπιείσομαι (Α) 1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. τού ίεμαι* «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
ἐπιείσομαι — ἐπϊείσομαι , ἔπειμι 2 ibo fut ind mid 1st sg (epic) ἐπϊείσομαι , ἐφέζομαι sit upon fut ind mid 1st sg ἐπϊείσομαι , ἐφίζω set upon aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)